Μεθοδολογικό σημείωμα για τη Μέθοδο Αλυσιδωτής Σύνδεσης που Χρησιμοποιείται στους Εθνικούς Λογαριασμούς
Η αλυσιδωτή σύνδεση είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή στατιστικών στοιχείων όγκου για τον υπολογισμό της ανάπτυξης της οικονομίας και των διαφόρων δραστηριοτήτων της σε πραγματικούς όρους, χωρίς τις επιπτώσεις του πληθωρισμού.
Για τη μέθοδο της αλυσιδωτής σύνδεσης:
- Το "έτος βάσης" είναι το έτος του οποίου οι αξίες σε τρέχουσες τιμές χρησιμοποιούνται για να σταθμιστούν οι τιμές και οι όγκοι που προκύπτουν στα στοιχειώδη/επιμέρους επίπεδα συνυπολογισμού.
- Το "έτος αναφοράς" είναι το έτος που χρησιμοποιείται για την παρουσίαση μιας χρονοσειράς δεδομένων όγκου. Σε μια σειρά αριθμών δεικτών, είναι το έτος που παίρνει την τιμή 100.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το έτος αναφοράς δεν έχει σταθερή σχέση με τα έτη από τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί τα βάρη. Η αλλαγή του έτους αναφοράς είναι απλώς η εφαρμογή ενός παράγοντα κλιμάκωσης σε μια χρονολογική σειρά και δεν μεταβάλλει τους ρυθμούς ανάπτυξης στις χρονοσειρές. Επίσης, σύμφωνα με τη μέθοδο αλυσιδωτής σύνδεσης, υπάρχει μόνο μία περίοδος αναφοράς, αλλά υπάρχουν πολλές περίοδοι βάσης. Τα βάρη των όγκων αλυσιδωτής σύνδεσης ανανεώνονται κάθε χρόνο και βασίζονται στα στοιχεία του προηγούμενου έτους.
Η προσθετικότητα των επιμέρους μεγεθών στα συγκεντρωτικά μεγέθη παύει να ισχύει όταν γίνονται οι υπολογισμοί με τη μέθοδο της αλυσιδωτής σύνδεσης. Ως εκ τούτου, οι επιμέρους μεταβλητές/επίπεδα (π.χ προστιθέμενη αξία κατά οικονομική δραστηριότητα) δεν αθροίζουν στο σύνολο (π.χ συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της οικονομίας). Αυτή η προσέγγιση της μη- προσθετικότητας εφαρμόζεται, προκειμένου να παραμείνουν αμετάβλητοι οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης κάθε μεταβλητής όταν αλλάξει το έτος αναφοράς. Έτσι, η αλλαγή έτους αναφοράς μπορεί να πραγματοποιηθεί για κάθε μεταβλητή ξεχωριστά, είτε πρόκειται για στοιχειώδη δείκτη, για υποσύνολο ή για συγκεντρωτικό μέγεθος όπως το ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, στα στοιχεία όγκου αλυσιδωτής σύνδεσης ενός σταθερού έτους αναφοράς, θα προκύψουν διαφορές μεταξύ των επιμέρους και των συγκεντρωτικών μεγεθών.